Συνέντευξη στην εφημερίδα Φιλελεύθερος

Ο «μύθος» του ελληνικού τραγουδιού γιορτάζει μισό αιώνα στη μουσική με την κυκλοφορία του νέου του live άλμπουμ και δίνει την πρώτη του συνέντευξη γι’ αυτό, μιλώντας για τη ζωή του, την καριέρα του, τις μεγάλες δυσκολίες, τις χαρές του, τα σωστά και τα λάθη του.
– Αυτή η μεγάλη γιορτή των 50 σας χρόνων στο ελληνικό τραγούδι που αποτυπώθηκε στο live άλμπουμ σας «Τα μουσικά γενέθλια, Duets», το οποίο κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες, τι σήμαινε για σας; Μου έδωσε χαρά και ικανοποίηση. Για άλλη μια φορά, αυτά τα τραγούδια αποδείχτηκε ότι δεν έχουν ηλικία. Στέκουν ζωντανά και απαιτητικά μέσα στη ζωή μας, στην καθημερινότητα μας, στα χείλη των νέων ανθρώπων. Ήταν μια μέρα χαράς αυτή η συναυλία. Ήρθαν όλοι και τραγούδησαν με τόση αγάπη –και οι τραγουδιστές στη σκηνή, αλλά και το κοινό στο Ηρώδειο. Στη συνέχεια επεξεργαστήκαμε στο στούντιο όλο αυτό το υλικό και, ναι, αυτός ο δίσκος αποτύπωσε πολύ ωραία τη συναυλία μας. Δεν παύω ποτέ να λέω όμως, ότι αυτός δεν είναι ένας δικός μου δίσκος, είναι όλων των καλών φίλων που ήταν παρόντες και των σπουδαίων μουσικών που συμμετείχαν.

– Συνήθως σε «επετείους», γιορτές, γενέθλια, οι άνθρωποι κάνουν αναπροσδιορισμό των όσων έζησαν, τα λάθη και τα σωστά τους. Εσείς; Σας αφορούσε μία τέτοια «ενδοσκόπηση»; Η ενδοσκόπηση που λέτε -ή ο απολογισμός, ή η αυτοκριτική-, γίνεται κάθε μέρα. Αυτό ήταν μια συναυλία, ήταν μια ιδέα του ραδιοφώνου του «Μέντα», που είχε την πάρα πολύ θετική ανταπόκριση όλων όσων βρέθηκαν σ’ αυτή τη γιορτή. Ο απολογισμός πάλι, θέλει άλλο περιβάλλον: θέλει ησυχία, ηρεμία και αυτό που λέμε πολύτιμο ελεύθερο χρόνο. Αυτό έγινε περισσότερο την τελευταία περίοδο της απομόνωσης, όπου ψάχνοντας τα παλιά αρχεία, ξεχασμένες μουσικές, συνεντεύξεις, βάζεις τα πράγματα σε μια σειρά.

– Δεκαετίες ’70, ’80, 90, μέχρι και σήμερα – μισός αιώνας Νταλάρας. Αυτό, δηλαδή, που αποτυπώνεται και στο υπέροχο «Duets» με τους συνοδοιπόρους σας εκείνη τη βραδιά του Σεπτεμβρίου, στο Ηρώδειο. Ποιοι άνθρωποι σας «έλειψαν» εκείνη τη μαγική νύχτα οι οποίοι, αν και «απόντες», ήταν εντούτοις με τους στίχους και τις μουσικές τους παρόντες μέσα από τη φωνή σας και ανάμεσα στον κόσμο – μορφές της μουσικής που «σημάδεψαν» τόσο εσάς όσο και το σύνολο του ελληνικού τραγουδιού; Έχετε, άλλωστε, πει χαρακτηριστικά «τον Απόστολο Καλδάρα, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Μάνο Λοΐζο, δεν τους ξεπέρασα!»… Λίγο περισσότερο αυτοί οι άνθρωποι, οι συνθέτες που αναφέρετε, λείπουν πάντα. Τα πρώτα χρόνια ξέρετε, δεκαετία του ‘70, του ‘80 και λίγο αργότερα, τα τραγούδια βγαίνανε μέσα απ’ την παρέα, με αγάπη, με συζητήσεις, με διαφωνίες, με πλάκες στο στούντιο. Κάθε τραγούδι ήταν ένα «παιδί» της κοινής μας ζωής και συνύπαρξης με τον συνθέτη, το στιχουργό, τους μουσικούς…Γι’ αυτό, πολύ καλά λέτε, με σημάδεψαν αυτοί οι άνθρωποι. Λέω για τον Κουγιουμτζή, τον Λοΐζο, τον Καλδάρα, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Μάνο Ελευθερίου, που τους θεωρώ οικογένεια μου. Τους έχω δίπλα μου όταν τραγουδάω, τους σκέφτομαι σχεδόν καθημερινά. Αυτούς και τους άλλους μεγάλους δασκάλους μου: τον Τσιτσάνη, τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, τον Ξαρχάκο. Και μετά είναι άνθρωποι σαν τον Χρήστο Νικολόπουλο, που τον έχω σαν αδελφό, ή την Χαρούλα Αλεξίου, ή τον Χάρη και τον Πάνο Κατσιμίχα. Είναι μια ολόκληρη ζωή γεμάτη αναμνήσεις, αγάπη και δημιουργία.

– Ποια είναι, τελικά, η σημασία τού να είσαι ο Γιώργος Νταλάρας, κύριε Νταλάρα; Το απαντήσατε ποτέ; Το λέτε μ’ έναν λογοτεχνικό τρόπο, φαντάζομαι! (γελάει). Δεν ξέρω να σας πω, ειλικρινά. Για μένα έχει σημασία μεγάλη, με δυο λόγια, ν’ ακολουθώ τις αρχές μου, τα πιστεύω μου, αλλά και πιο απλά πράγματα: τις προτιμήσεις μου στη μουσική, στο τραγούδι, στους φίλους. Έχει μεγάλη σημασία, με δυο λόγια, η ελευθερία. Το να μη στοιχίζομαι πίσω από ιδέες άλλων ή μόδες. Και να σας πω και κάτι; Την ίδια σημασία θα είχε για μένα να είμαι αυτός που είμαι, όποια δουλειά και αν έκανα! Θέλω να πω, δηλαδή, ότι η αναγνώριση και η επιτυχία δεν μείωσαν, τουναντίον, αύξησαν τις απαιτήσεις από τον εαυτό μου.

– Είχε, λοιπόν, τίμημα αυτή η πορεία; Θυσίες; Κόστος στην προσωπική σας ζωή, η οποία, αν δεν κάνω λάθος, για πολλά χρόνια είχε δευτερεύουσα σημασία σε σχέση με την επαγγελματική; Ακούστε. Και βέβαια είχε. Και θυσίες και κόστος. Τις θυσίες δεν τις υπολογίζω σαν «βάρος». Γιατί είχε σχέση με τη δουλειά που αγαπούσα και, όπως έχω ξαναπεί, αισθάνομαι πολύ τυχερός και ευγνώμων, στη συγκυρία που μου επέτρεψε να κάνω δουλειά μου το πάθος και το μεράκι μου. Το κόστος, όμως, το έφερε η φήμη, η διασημότητα. Και αυτό είναι που με βάρυνε. Εγώ με τη φήμη δεν συμφιλιώθηκα ποτέ. Η φήμη με πίεσε, όχι οι θυσίες για τη δουλειά μου. Γιατί ποτέ δεν δυσανασχέτησα, όσες ώρες και μέρες χρειάστηκε να δουλέψω ασταμάτητα, κλεισμένος μέσα σ’ ένα στούντιο. Όταν τελείωνε η δουλειά όπως την ήθελα, εγώ ήμουν ευτυχισμένος. Επίσης, ποτέ η προσωπική μου ζωή δεν είχε δευτερεύουσα σημασία, σε σχέση με την επαγγελματική. Πολύ απλά, γιατί η μουσική -πέρα από τη δουλειά, πέρα από τις συναυλίες, τις περιοδείες στο εξωτερικό-, ανήκει πάνω απ’ όλα στην προσωπική μου ζωή. Δεν ζω εγώ χωρίς τη μουσική κι όταν σταματήσω να τραγουδάω, με τη μουσική θα ζω.
– Ποια η διαφορά τού να επιδιώκει κάποιος την «καριέρα» στη δισκογραφία, κύριε Νταλάρα, από το «να κάνει αυτό που αγαπάει» – αυτό που εσείς πρεσβεύετε μέχρι σήμερα; Νομίζω ουσιαστική. Σας το λέω και πάλι με απόλυτη ειλικρίνεια: όχι μόνο δεν θα θυσίαζα ποτέ κάτι που αγαπάω χάρη της καριέρας και της επιτυχίας, αλλά δεν θα έκανα ποτέ και κάτι με το οποίο δεν είμαι απόλυτα σύμφωνος αισθητικά, για χάρη τους. Να σας το πω και πιο απλά. Η μουσική δεν είναι καριέρα. Είναι ζωή. Αυτές τις μέρες αποκλεισμού με τον κορωνοϊό, είχαμε την ευκαιρία να το ζήσουμε αυτό που σας λέω. Με τη βοήθεια της μουσικής, κλεισμένοι στο σπίτι, δείξαμε αντοχή και υπομονή σ’ αυτήν την απρόβλεπτη κατάσταση. Με το να μην παραιτηθούμε και να συνεχίσουμε να κάνουμε μουσική, σώσαμε και εμάς και τον κόσμο που μας άκουγε μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Η μουσική έριξε φως στο σκοτάδι και στην αβεβαιότητα. Και σίγουρα αυτό δεν έχει σχέση ούτε με καριέρες, ούτε με μόδες.
– «Υπήρξα αποπαίδι της τύχης σε συγκεκριμένες στιγμές της ζωής μου», έχετε πει. Αυτές αφορούν αποκλειστικά στην παιδική σας ηλικία; Τώρα που το ξανακούω, είναι ίσως λίγο υπερβολικό. Είχα πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια, δύσκολη η επιβίωση, όμως όχι για μένα μόνο. Η δεκαετία του ‘50 και του ’60 ήταν δύσκολη για πολλούς Έλληνες. Είχαμε όμως αγάπη, χαρά και αλληλεγγύη.
– Τι σημαίνει «τύχη» για σας; Τύχη είναι η καλή στιγμή, η καλή συγκυρία, όπου με τις δικές σου δυνάμεις πετυχαίνεις κάτι το οποίο πολύ επιθυμείς. Για μένα, αυτή είναι η τύχη. Η διάρκεια. Γιατί η τύχη, η ρέντα, στα χαρτιά ας πούμε, δεν με ενδιαφέρει καθόλου.
– Δεν διστάζετε πάντως να παραδεχτείτε, ακόμη και λίγο μετά το ξεκίνημά σας, πως «γεννηθήκατε μέσα σε μία παράγκα». Αυτό, που τότε μπορεί να λέγατε ως παράπονο, σήμερα είναι «παράσημο» για σας – κυρίως γιατί μπορούσατε πάντα να αντιλαμβάνεστε τις ανάγκες του κοινού και του κόσμου που σας ακολουθούσε; Τότε ντρεπόσασταν γι’ αυτό; Με συγχωρείτε. Δεν το έλεγα ποτέ ως παράπονο και, κυρίως, δεν ντρεπόμουν ποτέ –ήμουν πολύ υπερήφανος! Είχα μια σπουδαία μάνα, έναν αδελφό που τον λάτρευα και έναν πατέρα στον οποίο χρωστάμε τη χαρά της ζωής μας. Μας άφησε πολύ μικρά είναι η αλήθεια, κληρονομήσαμε όμως το ταλέντο του και την αγάπη του για τη μουσική –και αυτό είναι πάρα πολύ σπουδαίο. Ναι, πέρασα δύσκολα χρόνια, με πολλή αγάπη και φροντίδα από τη μητέρα μου όμως, η οποία μου καλλιέργησε ένα απόθεμα ανεξικακίας και τεράστιας αντοχής. Αυτές οι εμπειρίες μ’ έκαναν πλούσιο σε γνώσεις και τώρα που πέρασαν τα χρόνια μπορώ να νιώσω και τη χαρά και τη λύπη και την αγωνία και το παράπονο και την απογοήτευση του διπλανού μου. Γιατί τα έχω ζήσει όλα αυτά.
– Οι προσωπικές δυσκολίες πόσο μπορούν, πιστεύετε, να επηρεάσουν την επαγγελματική πορεία ενός καλλιτέχνη; Υπάρχουν ακόμη βράδια που ξυπνάτε από εφιάλτες έχοντας στο μυαλό σας σκηνές από αντιξοότητες που έχετε βιώσει; Δεν μπορώ να μιλήσω γι’ άλλους. Για μένα, η καλλιτεχνική μου έκφραση περιέχει και τη ζωή μου. Εφιάλτες δεν έχω, αλλά μου έχουν μείνει κάποια δύσκολα και σκληρά περιστατικά από την παιδική μου ζωή, όπως το βαρύ κρύο του χειμώνα.
– Μια και μιλήσαμε για τον μισό αιώνα σας στο ελληνικό τραγούδι, τι θυμάστε, αλήθεια, σήμερα, από εκείνη την πρώτη σας επαφή στο πάλκο «Στου Στελλάκη», με τον Στέλιο Περπινιάδη και τον γιο του Βαγγέλη, στο Χαϊδάρι; Ήσασταν τότε γύρω στα 15, αν δεν κάνω λάθος, και ένας καινούργιος κόσμος ανοιγόταν μπροστά σας…Θυμάστε καθόλου αυτόν τον μικρό, όπως τον έλεγαν όλοι τότε, «Γιωργάκη»; Πώς δεν τα θυμάμαι, όλα τα θυμάμαι. Έπαιζα κιθάρα και έλεγα και κανένα τραγούδι. Τον θαύμαζα τον Στελλάκη, ήταν μύθος. Αλλά και τον Βαγγέλη. Πολύ καλός τραγουδιστής. Μία μέρα, μία νύχτα στο Χαϊδάρι, περιείχε τα εξής: γύρω στις 8 το βραδάκι έπαιρνα το λεωφορείο, έφτανα στο μαγαζί, ανέβαινα στο πάλκο κατά τις 11 και κατέβαινα μετά τις 5 το πρωί, λεωφορείο μετά και πίσω στο σπίτι. Αυτός ο Γιωργάκης που λέτε, δεν περνούσε και πολύ καλά για 15χρονο, αλλά έμαθε σπουδαία πράγματα για τη λαϊκή μουσική.
– Σας λείπει καθόλου αυτό το παιδί; Η αθωότητα, ίσως, με την οποία αντιμετώπιζε το μέλλον και τον κόσμο;  Όχι, δεν μου λείπει καθόλου αυτό το παιδί. Είναι πολύ σκληρό να δουλεύουν έτσι τα παιδιά, αλλά είναι πολύ καλό να μαθαίνουν με καλές συνθήκες – ειδικά τα παιδιά που ασχολούνται με την Τέχνη. Η Τέχνη θέλει θυσίες, όραμα, μελέτη και αθωότητα, όπως πολύ σωστά λέτε. Δεν θέλει πονηριά. Θέλει καλή προαίρεση, ανοιχτό μυαλό και ανοιχτή καρδιά για να επικοινωνείς σωστά με τον κόσμο, γιατί αυτός είναι ο σκοπός της Τέχνης.
– Αλήθεια, τα συναισθήματα σας επηρεάζουν τον τρόπο που τραγουδάτε την εκάστοτε περίοδο; Αν, δηλαδή, περνάτε ζόρια, τότε η φωνή σας «ακούγεται» αλλιώς; Δεν είναι τόσο απλό. Το συναίσθημα στο τραγούδι προέρχεται από το στίχο και τη μουσική. Όταν τραγουδάω σκέφτομαι τι λέει το τραγούδι. Αυτό είναι το πιο σημαντικό – το μόνο σημαντικό, για να είμαι ειλικρινής. Αυτό το «αλλιώς» που λέτε, είναι τελικά η αξία της ερμηνείας.
– Όταν, για παράδειγμα, ήσασταν ερωτευμένος πώς τραγουδούσατε; Είναι δυο διαφορετικά πράγματα. Πάντα είμαι ερωτευμένος. Με την Άννα κυρίως, με τη ζωή, με το τραγούδι. Τραγουδάω σαν ερωτευμένος, όταν ερωτευτώ το στίχο και τη μουσική.
– Πολλές φορές, πάντως, έχετε μιλήσει και για «αποτυχίες». Το κοινό, νομίζω, δεν τις αντιλήφθηκε ποτέ. Ποιες είναι; Ε, πως δεν τις αντιλήφθηκε! Υπήρχαν τραγούδια που εγώ τα πίστεψα πολύ και αποδείχτηκαν δύσκολα ή στριφνά για το μεγάλο κοινό. Λογικό δεν είναι; Συμβαίνει σε πολλούς, ξέρετε, αυτό. Ακόμα και ο μέγας Θεοδωράκης, όταν πηγαίνω και τον βλέπω, έρχεται συχνά η κουβέντα στα αδικημένα τραγούδια του. Εννοώντας αυτά που δεν αποδέχτηκε το κοινό, όπως αυτά που έγιναν θηριώδεις επιτυχίες. Δεν κρύβει και κανένα παράπονο αυτό που λέω για τις αποτυχίες, απλά ορισμένες επιλογές, είτε λόγω συγκυρίας, είτε λόγω δυσκολίας στο στίχο ή στη μουσική, δεν είχαν μεγάλη ανταπόκριση. Ή μπορεί και εγώ να τα νόμιζα ωραία, αλλά δεν ήταν έτσι για τον κόσμο. Μπορεί να ήταν και δικό μου λάθος.
– Πάντα παραδεχόσασταν εύκολα τα λάθη σας; Ή υπήρξατε εγωιστής σ’ αυτό το θέμα; Πάντα. Πάντα, επειδή ακριβώς υπήρξα εγωιστής, αποδεχόμουν τα λάθη μου και ποτέ δεν τα φόρτωσα σε κανέναν.
– Λάθη σε συμπεριφορές δικές σας, ακόμη και λάθη στην επιλογή συνεργατών σας ή ρεπερτορίου, έχετε κάνει; Έχω κάνει λάθη, λίγα στο ρεπερτόριο, λιγότερα στους συνεργάτες και ελάχιστα στη συμπεριφορά μου. Με δυο λόγια, μετανιώνω για ελάχιστα πράγματα. Ίσως, καμιά φορά, λάθη έγιναν από τον αυθορμητισμό μου και την επιμονή μου να λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους πάντα, αλλά μπορείς, αναρωτιέμαι, ν’ αλλάξεις το χαρακτήρα σου και να μπεις σε καλούπι; Δεν θα ήταν αυτό μεγαλύτερο λάθος;
– Έχω πάντως την εντύπωση πως το κοινό δεν περιμένει -από σας ειδικά- να είστε απλά «ο τραγουδιστής που αγαπάει», αλλά και κάτι περισσότερο –ο κοινωνός του στα σημαντικά της ζωής, σε θέματα της επικαιρότητας που τον απασχολούν. Το αντιλαμβάνεστε; Το αντιλαμβάνομαι απόλυτα. Είναι τεράστιο βάρος και τεράστια ευθύνη. Δυστυχώς, όμως, δεν φταίει ο κόσμος, εγώ το καλλιέργησα. Γιατί είμαι κάθετα αντίθετος στην αντίληψη που λέει ότι αφού τραγουδάς τόσο καλά και κάνεις τον κόσμο ευτυχισμένο, τι τις θέλεις τις άλλες απόψεις; Όχι, ποτέ δεν ήμουν έτσι. Είναι και αυτό μέσα στα όρια αυτού που εγώ εκτιμώ σαν ελευθερία βούλησης και σκέψης. Στον κόσμο που μας εμπιστεύεται και μας τιμάει όλα αυτά τα χρόνια, δεν οφείλουμε μόνο ένα τραγούδι, αλλά και μια έμπρακτη συμπαράσταση με τον λόγο μας και το έργο μας.
– Ποια είναι, επομένως, η γνώμη σας; Πιστεύετε πως φλέγοντα ζητήματα της επικαιρότητας -ο κορωνοϊός, που δύο φορές μου τον αναφέρατε προηγουμένως, τα ελληνοτουρκικά κ.λπ.- αντιμετωπίστηκαν σωστά από το κράτος; Ο κορωνοϊός δεν είναι απλά ένα θέμα της επικαιρότητας. Είναι ένας ασύμμετρος εχθρός, που ακόμα δεν ξέρουμε όχι μόνο την έκβασή του σε θέματα υγείας, σωματικής και ψυχικής, αλλά και κοινωνικής. Έρχονται δύσκολες μέρες. Νομίζω ότι μέχρι τώρα καλά τα πήγαμε, αλλά η δοκιμασία η σκληρή ξεκινάει μετά το τέλος της καραντίνας. Όσο για τα ελληνοτουρκικά, με ενθάρρυνε, πρέπει να πω, το γεγονός ότι η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση είχαν μια κοινή γραμμή.
– Πιστεύετε πως η ελληνική κυβέρνηση, λόγω του covid-19, αντιμετώπισε σωστά, έγκαιρα και επαρκώς τους καλλιτέχνες;  Έγιναν κάποια πράγματα, αλλά δεν υπήρχε συντονισμένο σχέδιο.  Προσπαθούν βέβαια, μετά την πίεση, να γίνει κάτι εκ των υστέρων. Πείτε όμως πραγματικά, εσείς, μετά από εξαγγελίες όλα αυτά τα χρόνια, έχετε δει συντονισμένα σχέδια για τον πολιτισμό; Είναι πικρό, αλλά, δυστυχώς, έτσι γίνεται. Και δεν μιλάω για τους ανθρώπους που έχουν κάνει μια πορεία, μιλάω για τους νέους ανθρώπους και συλλογικά για το κεφάλαιο πολιτισμός. Είναι κρίμα, γιατί έχουμε ένα δυναμικό νέων ανθρώπων στις Τέχνες, που αξίζει να υποστηριχθεί με σχέδιο και όραμα.
– Μια και αναφερόμαστε σ’ αυτό το γενικότερο πλαίσιο των κοινωνικοπολιτικών θεμάτων, σας «πονάει» ακόμη το θέμα της Κύπρου – όπως παλιά, τότε, με τις μεγάλες συναυλίες «τραγουδώ για την άμυνα»; Είναι κάτι που δεν θ’ αλλάξει. Αγαπώ πολύ την Κύπρο, είναι στις προτεραιότητές μου. Δεν μετανιώνω ποτέ για ό,τι έκανα, ούτε για τις συναυλίες, ούτε για τα τραγούδια σε ποίηση Κυπρίων ποιητών που διδάσκονται στα σχολεία, και θα είμαι πάντα κοντά στην Κύπρο, γιατί είναι κάτι που αξίζει. Με τιμάει, μου δίνει χαρά και ψυχική ανάταση.
– Ξέρετε, πολλές φορές αναρωτήθηκα για σας: υπήρξατε ποτέ «ανέμελος» στη ζωή σας, κύριε Νταλάρα; Μου δίνετε την εντύπωση πως δεν «χαλαρώνατε» ποτέ κατά τη διάρκεια της πορείας σας – ίσως μόνο τώρα, ως παππούς… Νομίζω ότι δεν έχετε την αληθινή εικόνα (γελάει). Μια χαρά ανέμελος είμαι και με την Άννα και με την κόρη μου και με τα εγγόνια μου και με τους φίλους μου, αλλά όχι την ώρα της δουλειάς. Στις διακοπές όλα είναι πολύ διαφορετικά. Και ανέμελος είμαι, μέχρι και «ανώριμος» θα σας έλεγα, ειδικά με τα εγγόνια μου.
– Πόσο διαφορετικός είστε μ’ αυτά τα δύο παιδιά; Είμαι ένας πολύ τυχερός παππούς. Παίρνω μεγάλη χαρά απ’ αυτά τα δυο αγόρια και προσπαθώ να τους την επιστρέφω κάνοντας τα χατίρια τους. Όμως είναι καλά παιδάκια, καθόλου απαιτητικά.
– Εν κατακλείδι, η ζυγαριά της ζωής σας πού γέρνει περισσότερο; Στις ευτυχισμένες σας στιγμές ή στις αντιξοότητες; Στη χαρά της ζωής ή στους αγώνες για την κατάκτησή της; Είναι όλα μαζί. Η ζωή είναι μια περιπέτεια έτσι κι αλλιώς και η ευτυχία έρχεται όταν αντέξεις και στα καλά και στα δύσκολα.
Info: Το διπλό live album «Γιώργος Νταλάρας – Τα μουσικά γενέθλια, Duets» κυκλοφορεί και σε όλα τα ψηφιακά καταστήματα και τις streaming υπηρεσίες, από την MINOS EMI/UNIVERSAL. Οι συναυλίες του Γιώργου Νταλάρα με την Συμφωνική Ορχήστρα Νέων Κύπρου θα πραγματοποιηθούν στις 11 Οκτωβρίου στο Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο Λεμεσού, στις 13 και 15 Οκτωβρίου στο Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας και στις 17 Οκτωβρίου στο Μαρκίδειο Θέατρο Πάφου.
Φιλελεύθερα, 24.5.2020.
Συνέντευξη: Γιάννης Χατζηγεωργίου