Το όνομα του Τσιτσάνη, το θυμάμαι από πολύ μικρό παιδί. Συνυπάρχει ακατάστατα με τις πρώτες μου μνήμες. Τα πρώτα πράγματα που θυμάμαι στη ζωή μου είναι τραγούδια και ονόματα μουσικών, φίλων του πατέρα μου, που μπαινόβγαιναν στο σπίτι μας. Ο Τσιτσάνης είχε ξεχωριστή θέση ανάμεσά τους. Τους πιο πολλούς μουσικούς, τους άκουγα στο σπίτι με τα μικρά τους ονόματα ή με το όνομα και το επίθετό τους. Μόνο ο Τσιτσάνης ήταν πάντα σκέτο, ο Τσιτσάνης! Νοιώθω ακόμα μέσα μου αυτή την απορία. Πώς αυτό το παράξενο όνομα, που ηχούσε μάλλον αστεία στα αυτιά μου, προξενούσε στους πάντες σεβασμό, θαυμασμό και απόλυτη αποδοχή. Έπεφτε σα βαρίδι! «Ο Τσιτσάνης… αυτό», «Ο Τσιτσάνης… εκείνο», «μα τι λες εδώ μέχρι και ο Τσιτσάνης!…», θυμάμαι τις συζητήσεις των μεγάλων. Έτσι πέρασε και στη συνείδησή μου. Ο ξεχωριστός, ο αγαπημένος, ο αρχηγός. Το πόσο σπουδαίος είναι άρχισα να το συνειδητοποιώ λίγο αργότερα, όταν άρχισα να μαθαίνω τα τραγούδια του.
Ίσως θα ‘πρεπε να το είχα καταλάβει πιο μικρός, όταν τον πρωτοσυνάντησα σε ηλικία έξι χρονών περίπου. Ένας από τους μουσικούς του είχε φέρει ένα γράμμα και λίγα δολάρια από τον πατέρα μου, από την Αμερική. Πήραμε με τη μάνα μου το «πράσινο» και πήγαμε να τον βρούμε στο μαγαζί του. Ήταν βραδάκι. Τους είδα όλους στο πάλκο, ήταν κουστουμαρισμένοι, ανοιχτά χρώματα, δίχρωμα παπούτσια. «Να ‘τος, αυτός στη μέση είναι ο Τσιτσάνης», μου ψιθύρισε η μάνα μου. Απογοητεύτηκα λίγο, ο τελευταίος που περίμενα! Όλοι γραβατωμένοι, στημένοι στην πένα και ανάμεσά τους ολόκληρος Τσιτσάνης, ο μόνος χωρίς γραβάτα, ο πιο μαζεμένος. Μιλήσαμε αργότερα, ελάχιστες κουβέντες, μετρημένες. «Ο μικρός γιος του Λουκά; …Μπράβο, αγόρι μου». Και ένα χάδι που το κουβαλάω ακόμα ψάχνοντας μέσα μου να βρω ποιος είναι τελικά αυτός ο άνθρωπος!
Είναι αυτός, για τον οποίο ο Τσαρούχης λέει «μας θυμίζει ότι έχουμε πολιτισμό», αυτός που «εξευγένισε», όπως λέει ο Στελλάκης Περπινιάδης το ρεμπέτικο τραγούδι καθορίζοντάς το, κατά τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, «από κάθε πρόστυχο και χαμηλό»; Ποιος είναι αυτός του οποίου ο Μίκης Θεοδωράκης θεωρεί τιμή να λογίζεται μαθητής, αυτός που πρώτος από όλους τους ρεμπέτες συμπεριλήφθηκε σε ανθολογία της ελληνικής ποίησης επαναπροσδιορίζοντας την καταγωγή και την μοίρα του αληθινού λαϊκού τραγουδιού; Ποιος είναι αυτός ο ευαίσθητος μάγκας «το παιδί των υπογείων ρευμάτων και της ρεμπετοσύνης», για τον οποίο ο Μάνος Χατζιδάκις λέει ότι «υπήρξε μεγάλος τον καιρό που δεν υποπτευόταν πως είναι μεγάλος»; Ποιος είναι αυτός ο επαναστάτης, που κατόρθωσε να βγάλει το λαϊκό τραγούδι από το περιθώριο και να το εντάξει στη νέα κοινωνική πραγματικότητα της μετεμφυλιακής Ελλάδας;
Είναι ο πιο δημοφιλής, ο πολυγραφότερος λαϊκός συνθέτης – πόσοι θυμούνται ότι ακόμα και η «Γερακίνα» που λογίζεται σαν ιστορικό παραδοσιακό τραγούδι είναι δική του; – ο γενναιόδωρος, ο αναμορφωτής, ο ιδιοφυής; ‘Η ο «Ναζωραίος» όπως τον λέει με αγάπη ο φίλος μας Κώστας Χατζηδουλής; Ένας μικρός Χριστός των ανθρώπων, που μίλησε στην ψυχή τους ανεξάρτητα από τη μόρφωση και την κοινωνική τους τάξη. Ποιος είναι αυτός ο μοναδικός άνθρωπος; Χάνομαι στο μεγαλείο των τραγουδιών του, στους χαρακτηρισμούς, στα επίθετα. Τελικά μου φαίνεται ότι θα γυρίσω στην ασφάλεια της παιδικής μου μνήμης. Αυτός ο άνθρωπος είναι απλά ο ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2001