1957
Μένει μόνος με την μητέρα του, καθώς ο αδελφός του φεύγει στην Ελβετία, έχοντας συμπεριληφθεί σ’ ένα από τα προγράμματα για την αποκατάσταση απόρων παιδιών που καθιερώνονται μετά τον πόλεμο. Η αγάπη για τον αδελφό του, ο αποχωρισμός τους στα μικρά τους χρόνια και η επιρροή του Χρήστου περιγράφονται από τον ίδιο τον Γιώργο Νταλάρα.
”Η πιο δυνατή κι επώδυνη εικόνα που έρχεται στο μυαλό μου ήταν όταν έφυγε ο αδελφός μου. Εγώ ήμουν περίπου 8 και εκείνος 10. Η μητέρα μου ήταν εαμίτισσα όπως και ο θείος μου. Σύντροφοι και φίλοι, ιδιαίτερα η οικογένεια Καρτάλη, βοήθησαν τη μητέρα μου να στείλει τον Χρήστο μας στο χωριό του Ερρίκου Ντυνάν στην Ελβετία, κοντά στη Ζυρίχη, στο Πεσταλότσι. Ήταν ένα σχολείο που προσέφερε καλή παιδεία σε παιδιά ορφανά ή άπορα. Ένα καλό σχολείο με καλούς δασκάλους και αξιοπρεπή διαβίωση, αλλά στην ουσία ορφανοτροφείο. Τι να κάνει εκεί ένα παιδάκι μόνο του, χωρίς τη μάνα του, χωρίς τον αδελφό του;
Η επίπτωση στο σπίτι μας; Σωριάστηκε η ισορροπία μας. Μου έλειψε πάρα πολύ ο αδελφός μου. Μου άφησε ένα τεράστιο κενό. Και όταν πέρασε ο καιρός και γύρισε, δεν τον αποχωρίστηκα ποτέ, μέχρι που έφυγε πριν από λίγα χρόνια νέος. Τον θαύμαζα τον αδελφό μου. Στηριζόμουν σε αυτόν και εκείνος σε μένα. Αυτή την ιστορία του αποχωρισμού δεν την ξεπέρασα ποτέ.
Πάντα επιστρέφω σε εκείνη την περίοδο. Ποτέ δεν ξεχνάω, γιατί αυτή η λύπη μού δίνει ακόμα δύναμη. Επιστρέφω με πόνο και αγάπη.
Αναπολώ τον αδελφό μου και τη μητέρα μου. Και τους παιδικούς μου φίλους και τις ιστορίες στις γειτονιές, αλλά η κυρία Τάνια και ο Χρήστος είναι οι πρωταγωνιστές μου. Και ο πατέρας μου με σημάδεψε με την απουσία του. Τα πρώτα χρόνια ήμουν πολύ θυμωμένος μαζί του. Μεγαλώνοντας το ξεπέρασα, ωρίμασα και του χρωστάω ευγνωμοσύνη, που εξαιτίας του είδα το φως της ζωής και πήρα από αυτόν την μεγάλη του αγάπη για το τραγούδι και τη μουσική. Έφυγε και αυτός όμως πολύ νέος. Πάνω που ησύχασε η τρικυμία. Η σχέση μου όμως με τον Χρήστο ήταν άλλο πράγμα. Ο άλλος μου εαυτός. Αυτός που ήθελα να γίνω.
Ξαναείδα τον Χρήστο όταν γύρισε πρώτη φορά για διακοπές. Προσγειώθηκε μαζί με τ’ άλλα παιδιά του σχολείου στην Ελευσίνα. Ταξίδεψαν με μια Ντακότα του Ερυθρού Σταυρού. Βλέπω να κατεβαίνει από τη σκάλα ένας μελαχρινός πανέμορφος έφηβος, με μακριά μαλλιά, φορούσε ένα κίτρινο πουκάμισο και είχε μια κιθάρα κρεμασμένη στην πλάτη. «Μαμά ο Χρήστος μας»… Η μάνα μου δεν τον καλογνώρισε. Όταν της τον έδειξα, ξέσπασε σε δάκρυα. Εγώ κόντεψα να πάθω αποπληξία, η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, το θυμάμαι σαν τώρα. Είχα ανάμεικτα συναισθήματα θαυμασμού, λατρείας, μαζί με λίγη ντροπαλότητα και μια μικρή, αλλά πολύ τσουχτερή ζήλεια. Γι’ αυτό που αντίκρισα. Για την ομορφιά, το στυλ και κυρίως, κυρίως για την κιθάρα. Την εξυπνάδα του, τον αέρα του, τους τρόπους του, την ομορφιά του και κυρίως, κυρίως την κιθάρα. Είχα τελειώσει το Δημοτικό, πήγαινα στην τεχνική σχολή, έκανα διάφορες δουλειές, αλλά η μάνα μου ήταν ανένδοτη, δεν ήθελε ν’ ασχοληθώ με τη μουσική. Ο Χρήστος μιλούσε γερμανικά άπταιστα και έπαιζε κιθάρα. Πώς να μη θαυμάσω, πώς να μη ζηλέψω;
Του εξέφρασα τον θαυμασμό μου με τον τρόπο μου. Με την αγάπη μου και με τις κόντρες μας. Ξεκολλημό δεν είχα από δίπλα του. Γρατζούνισα λίγο την κιθάρα του, διαφωνήσαμε αρκετά γιατί εκείνος είχε μια πιο κοσμοπολίτικη αντίληψη για τη μουσική. Εγώ άκουγα μόνο λαϊκά και ροκ. Εκείνος άκουγε Ζακ Μπρελ, Φρανσουάζ Αρντί, Σιλβί Βαρτάν, Ζορζ Μπρασένς. Είχε μια απίστευτη φινέτσα και κουλτούρα ο Χρήστος.
Όταν -αργότερα- ξαναγύρισε για διακοπές έπαιζα κιθάρα. Και μετά, όταν γύρισε οριστικά στην Ελλάδα με την ελβετίδα γυναίκα του, είχα αρχίσει τη δουλειά και ξανασμίξαμε, όπως γίνεται στην Ελλάδα. Και μέναμε πάνω κάτω στην πολυκατοικία. Και πολύ γρήγορα, σε λίγους μήνες, γεννήθηκε το κοριτσάκι του, η Σάντρα.
Η μητέρα μου και ο Χρήστος, αυτό το τρίγωνο, συνέχισε να είναι και τα θεμέλιά μου και ο ίσκιος μου.” (Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ).
Ανακαλύψτε περισσότερα γεγονότα για τον Γιώργο Νταλάρα...