ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ &
Βασίλης Τσιτσάνης

Τα μουσικά ακούσματα που οδήγησαν σε ένα όνειρο ζωής

Follow:

Το ρεμπέτικο θέλει ειδική ερμηνεία και μέταλλο στη φωνή, θέλει ερμηνεία χωρίς παρεκκλίσεις από την απλότητά του, γιατί το λαϊκό μας τραγούδι θυμίζει την απλότητα του δωρικού ρυθμού. Με αυτό δεν αποκλείω ότι υπάρχουν και σημαντικές φωνές που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των νέων, επί παραδείγματι ξεχωρίζω τον υπέροχο Γιώργο Νταλάρα/ Βασίλης Τσιτσάνης, 1977

“Τον γνώρισα για πρώτη φορά όταν ήμουν έξι χρονών. Ο Τσιτσάνης για μένα είναι μυθικό πρόσωπο. Είναι ο πολυγραφότερος Έλληνας συνθέτης και ίσως ο άνθρωπος που αγαπήθηκε σχεδόν όσο κανένας άλλος για τα τραγούδια του αλλά και για τη στάση του. Κατάφερε να βγάλει το ελληνικό τραγούδι από την εποχή του και να το στείλει στο μέλλον. Μέσα στην καρδιά μας έχει μια ξεχωριστή θέση, όπως και τα τραγούδια του.” / Γιώργος Νταλάρας, 2020

Πρώτη φορά που συνάντησε τον Βασίλη Τσιτσάνη ο Γιώργος Νταλάρας ήταν στην ηλικία των έξι χρόνων περίπου. Ένας από τους μουσικούς του είχε φέρει ένα γράμμα και λίγα δολάρια από τον πατέρα του που ήταν στην Αμερική. Πήραν με τη μητέρα του το ”πράσινο” και πήγαν να τον βρούνε στο κέντρο που δούλευε. Στη μέση του πάλκου ο Τσιτσάνης, ο μόνος χωρίς γραβάτα, ο πιο μαζεμένος. Αργότερα, λίγες κουβέντες μετρημένες. ”Ο μικρός γιος του Λουκά; Μπράβο, αγόρι μου”. Αυτά τα λόγια κι ένα χάδι που -όπως έχει δηλώσει ο Γιώργος Νταλάρας- το κουβαλά ακόμα…

Εκείνη η πρώτη εντύπωση μαζί με τα λόγια σεβασμού, θαυμασμού και απόλυτης αποδοχής που άκουγε από τους φίλους, μουσικούς του πατέρα του, τον έκαναν να πιστεύει πως ο Τσιτσάνης ήταν ”ο ξεχωριστός, ο αγαπημένος, ο αρχηγός”. Τη σπουδαιότητά του συνειδητοποίησε όταν άρχισε να τραγουδά τα τραγούδια του.

Το 1975 κυκλοφορεί ο ιστορικός πλέον δίσκος ”50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι’‘. Ένα όνειρο ζωής που το είχε στο μυαλό του από 12 χρονών. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα που το πολιτικό τραγούδι κυριαρχεί παντού, ο Νταλάρας αποφασίζει και ηχογραφεί τα τραγούδια που ήταν ακούσματά του από παιδί. Μια ”συναισθηματική” επιλογή αλλά και απολύτως συνειδητοποιημένη συγχρόνως γιατί ένιωθε πως τα τραγούδια πρέπει να ερμηνεύονται ξανά και ξανά ώστε να περνάνε και σε νεότερες γενιές ακροατών. Κι έτσι εκείνη την εποχή -στις μπουάτ της Πλάκας- μετέφερε τα ρεμπέτικα τραγούδια, με το δικό του ερμηνευτικό στίγμα, σε μια μεγάλη μερίδα εκείνης της γενιάς ακροατών. Τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη δεν θα μπορούσαν να λείπουν από αυτή την προσπάθεια του Νταλάρα.

Το 1980 κυκλοφορεί ένας ακόμη δίσκος τα ”Ρεμπέτικα της Κατοχής”. Η προετοιμασία του δίσκου ξεκίνησε το 1977, επίσης με την πολύτιμη βοήθεια του Κώστα Χατζηδουλή. Η ιστορικότητα της συγκεκριμένης έκδοσης είναι αναγνωρισμένη. Περιλαμβάνονται τραγούδια που λόγω της λογοκρισίας δεν είχαν ποτέ ηχογραφηθεί. Καταδεικνύει την αγωνία των μουσικών της δύσκολης περιόδου της Κατοχής και του Εμφυλίου να μιλήσουν για όσα συνέβαιναν, μέσα από τα τραγούδια. Ο Τσιτσάνης και σε αυτή την έκδοση έχει λόγο. ”Κάνε λιγάκι υπομονή”, ”Κάποια μάνα αναστενάζει”, ”Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα”, ”Της κοινωνίας η διαφορά” είναι η ”συνεισφορά” του στην καταγραφή της ιστορίας μουσικά…

Η επαφή Τσιτσάνη και Νταλάρα ξεκινά το 1977 και διαρκεί μέχρι το θάνατο του συνθέτη. Πρόβες τους για τηλεοπτικές παραγωγές ηχογραφούνται. Το 1983 στο Μουσικό Αύγουστο στον Κοκκινόβραχο της Νίκαιας ο Γιώργος Νταλάρας τραγουδά τα σπουδαία τραγούδια του -παρουσία του συνθέτη.

Μια υπόσχεση που δόθηκε στις μεταξύ τους συζητήσεις, έγινε αργότερα πραγματικότητα. Τραγούδια του Τσιτσάνη ”ντύθηκαν”’ με συμφωνικό ήχο στις συνεργασίες του ερμηνευτή με τις μεγάλες ορχήστρες. Η Αχάριστη και η Μάγισσα της Αραπιάς ακούστηκαν αλλιώς, χωρίς να χάνεται το συναίσθημα που προκαλεί η αρχική ακρόαση και αποδεικνύοντας -για μια ακόμη φορά- τη δύναμη της μουσικής.

Όλα αυτά τα χρόνια -και μετά το θάνατο του Τσιτσάνη- ο Γιώργος Νταλάρας είχε την πρωτοβουλία αφιερωμάτων, όπως αυτά που έγιναν στο Μέγαρο Μουσικής. ”Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ”, μια παραγωγή του Μεγάρου που ταξίδεψε και στη Θεσσαλονίκη και στην Κύπρο κι αργότερα έγινε δίσκος. Κατόπιν, το 2018, έχει την καλλιτεχνική επιμέλεια του αφιερώματος με τον τίτλο ”Παίξε Τσιτσάνη μου” στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο, όπου χιλιάδες θεατές κατέκλυσαν το χώρο και τίμησαν με την παρουσία τους το έργο του μεγάλου συνθέτη. Συμμετοχές σε πρωτοβουλίες σχολείων, όπως του Μουσικού Σχολείου Πάφου, δείχνουν την απήχηση αυτών των τραγουδιών -συνεχώς, διαρκώς και αδιαλείπτως- και σε όλες τις γενιές.

ΤΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

1983
1983

Στο Κατράκειο Τσιτσάνης & Θεοδωράκης

Συμμετέχει στις εκδηλώσεις του Μουσικού Αυγούστου, που διοργανώνονται στο ''Κατράκειο'' της Νίκαιας (πρώην Κοκκινόβραχος). Τραγουδά στα αφιερώματα στον Μίκη Θεοδωράκη, στον Βασίλη Τσιτσάνη - και οι δυο παρόντες στις συναυλίες - αλλά και του Μάνου Λοίζου.

2001
2001

Τσιτσάνης Στο Μέγαρο

Από τις 14 μέχρι τις 18 Φεβρουαρίου, πραγματοποιεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τις πέντε πρώτες παραστάσεις του αφιερώματος στον Βασίλη Τσιτσάνη, που έχει τον τίτλο “Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ”. Είναι μια μουσική παράσταση, στηριγμένη στα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια του κορυφαίου δημιουργού. Ο ίδιος ο Γιώργος Νταλάρας έχει διαλέξει κι έχει επιμεληθεί το μουσικό υλικό – με κορυφαία στιγμή την συνύπαρξη 10 μπουζουκιών στη σκηνή – ο Σταμάτης Φασουλής έχει αναλάβει την σκηνοθεσία, ο Γιώργος Πάτσας τα σκηνικά, ο Κωνσταντίνος Ρήγος τις χορογραφίες και ο Φίλιππος Κουτσαφτής τους φωτισμούς. Στις ερμηνείες συμμετέχουν η Ελένη Τσαλιγοπούλου, ο Γεράσιμος Ανδρεάτος, η Γιώτα Δρακιά και ο πρωτοψάλτης Γρηγόρης Νταραβάνογλου. Τα εισιτήρια των πέντε παραστάσεων εξαντλήθηκαν μέσα στις τρεις πρώτες ώρες(!!!). Το πρόγραμμα της παράστασης περιλαμβάνει μια ξεχωριστή έκδοση με ανέκδοτες ηχογραφήσεις που είχαν πραγματοποιήσει μαζί ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Γιώργος…περισσότερα

2004
2004

“Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ”

Τον Ιανουάριο, επαναλαμβάνονται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, οι μουσικές παραστάσεις οι αφιερωμένες στον Βασίλη Τσιτσάνη. Τίτλος των παραστάσεων “Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ”. Το ίδιο αφιέρωμα θα μεταφερθεί τον Οκτώβριο στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.

2004

Σε δίσκο η παράσταση “Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ”

Κυκλοφορεί το αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, με τον τίτλο “Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ”.

2008
2008

Σε Πρέσπες και Φλώρινα

Τον Αύγουστο, συναυλίες στις Πρέσπες και στη Φλώρινα με αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη.

2018
2018

“Ακρογιαλιές δειλινά” στην Πάφο

Στο Αρχαίο Ωδείο της Πάφου στην Κύπρο, συμμετοχή του Γιώργου Νταλάρα στις συναυλίες με τον τίτλο “Ακρογιαλιές δειλινά”. Δυο συναυλίες αφιερωμένες στον Βασίλη Τσιτσάνη που διοργανώνονται από το Μουσικό Σχολείο Πάφου.

2018

“Παίξε Τσιτσάνη μου” στο Καλλιμάρμαρο

Τον Ιούλιο, έχει την καλλιτεχνική επιμέλεια της μεγάλης συναυλίας στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο με τον τίτλο “Παίξε Τσιτσάνη μου”. Ένα αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη, όπου ο Γιώργος Νταλάρας καλεί να τραγουδήσουν μαζί του παλιότεροι και νεότεροι συνάδελφοί του τραγουδιστές (4.7.2018).

2024
2024

Στα Τρίκαλα για το Μουσείο Βασίλη Τσιτσάνη

Το μοναδικό στην Ελλάδα μουσείο για λαϊκό δημιουργό εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο του 2024. Ο Δήμος Τρικκαίων οργάνωσε μια εβδομάδα με εκδηλώσεις, συνδυάζοντας την τελετή των εγκαινίων με την Εβδομάδα Μουσικής και Τέχνης που πραγματοποιεί κάθε χρόνο. Με τον τρόπο αυτόν, προστίθεται η ψηφίδα της επισημότητας σε έναν χώρο που από την πρώτη ημέρα της λειτουργίας του, έχει αγαπηθεί πολύ, έχει γίνει χώρος πολιτισμού και ακτινοβολεί το έργο του κορυφαίου τρικαλινού λαϊκού δημιουργού, του Βασίλη Τσιτσάνη. Χώρος, που έγινε κατορθωτό να λειτουργήσει και με την ευγενική συμβολή της οικογένειας Τσιτσάνη, με την παροχή σπάνιου υλικού και εκθεμάτων.

Τους βλέπω και τώρα μπροστά μου. Να καταφθάνουν στις πρόβες προετοιμασμένοι, με τα τετράδιά τους, τις σημειώσεις τους (σαν μαθητές) και πάντα στην ώρα τους. ”Γιώργο, γεια”. ”Γεια χαρά, κύριε Βασίλη. Πώς είστε;”. Δεν μίλησαν ποτέ μεταξύ τους για την επικαιρότητα, την πολιτική, τις γκόμενες, το ποδόσφαιρο, τα καθημερινά προβλήματα. Ούτε καν κουτσομπόλευαν σαν άνθρωποι του συναφιού. Μόνο με τη γλώσσα της μουσικής επικοινωνούσαν, συζητούσαν, αστειευόντουσαν, σεργιανούσαν στον κόσμο της τέχνης τους, δημιουργούσαν, χαιρόντουσαν. ”Να κάνω σιγόντο;”, ”Όχι, Γιώργο, εσύ κάνε το πρίμο”.

Και τώρα τους βλέπω μπροστά μου. Με τα όργανα στα χέρια, κουρδισμένους, πανέτοιμους, να παίρνουν θέσεις. ”Τι έχουμε; Ξεκινάμε”. Κι άρχιζε η απογείωση για εκεί όπου συναντιούνται η γνώση, η χαρά, η ελπίδα. ”Έλειπαν” ώρες ατέλειωτες. Τους διέκοπτε μόνο η φράση του παρευρισκόμενου ρακοσυλλέκτη – καταγραφέα. ”Συγγνώμη, αδέλφια, αλλά έχουμε και σπίτια”. Ακολουθούσαν δυνατά γέλια (κάποτε μαζί με κανένα λακωνικό σχόλιο) που όμως δεν αποτελούσαν παρά την αφετηρία για νέο ”ταξίδι”. Με τον Γιώργο αυτή τη φορά να υποβάλλει θερμή παράκληση. ”Κύριε Βασίλη, παίξτε μόνος σας, με τον μπαγλαμά, τη Συννεφιασμένη Κυριακή”. ”Πιο καλά να παίξουμε μαζί”, απαντούσε ο ”Ναζωραίος”. ”Μετά θα γίνει κι αυτό. Αλλά αν το κάνετε και μόνος σας θα είναι πολύ ωραίο”, επέμενε ο Νταλάρας. (Πρόκειται για το σόλο μπαγλαμά που ακούγεται στην παράσταση ”Ο,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ”).

Επτά χρόνια (1977-1983) κράτησε η επαφή τους, η συνεργασία τους, η προσωπική σχέση τους. Την προσωπική σχέση τους, όμως, τη γέννησε η μυστηριώδης μαγεία και δύναμη της μουσικής και του τραγουδιού. Είναι κάτι που δεν ξανάζησα ίσαμε τώρα. / Κώστας Χατζηδουλής, 2001

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ

Γεννήθηκε στα Τρίκαλα από γονείς Ηπειρώτες. Τσαρουχάς ο πατέρας του, είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Στα 11 χρόνια του χάνει τον πατέρα του και μόνον τότε πέφτει στα χέρια του το μαντολίνο – το οποίο στο μεταξύ έχει μετατραπεί από κάποιον ντόπιο οργανοποιό σε μπουζούκι. Τα πρώτα του τραγούδια τα γράφει σε ηλικία 15 χρονών. Στα τέλη του 1936 φεύγει από τα Τρίκαλα για την Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά.

Για να συμπληρώσει τα έσοδά του δουλεύει σε ταβέρνες. Σε μια απ’αυτές γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο ο οποίος τον πηγαίνει σε μια δισκογραφική εταιρεία. Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1937, αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια. Η «Αρχόντισσα» είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε αλλά μαζί μ’αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια όπως τα «Να γιατί γυρνώ», «Γι ‘αυτά τα μαύρα μάτια σου» και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Τα χρόνια της κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά. Αυτά τα χρόνια γράφει πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφεί μετά τον πόλεμο όταν άνοιξαν ξανά τα εργοστάσια δίσκων. «Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», και βέβαια τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί. Η δεκαετία 1945 – 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι’ αυτόν. Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του και δένονται μαζί του : τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. «Είμαστε αλάνια», «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Πέφτουν της βροχής οι στάλες», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Φάμπρικες», «Πέφτεις σε λάθη», «Κάθε βράδυ λυπημένη», «Ξημερώνει και βραδιάζει», είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι’ αυτή την περίοδο. Κι ίσως θα έπρεπε να σημειωθεί τόσο ο μελωδικός πλούτος, όσο και η δεξιοτεχνία στην απόδοση πολλών απ’ αυτά τα τραγούδια. Χαρακτηριστικές οι εισαγωγές τους – που κάποτε είναι τρείς : ταξίμι, προεισαγωγή, εισαγωγή – δείγματα σπουδής και ευχέρειας στη μελωδική έκφραση.

Χωρίς ποτέ να αποδεχτεί κάποια απ’ τις εποχιακές «μόδες», παρουσιάζει πάντα κάποια τραγούδια που μπορούν να προστεθούν στα κλασικά του, αν και ανήκουν σε νεότερα χρόνια. «Ίσως αύριο (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια»(1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου»(1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα»(1967), «Απόψε στις ακρογιαλιές»(1968), «Κάποιο αλάνι»(1968), «Της Γερακίνας γιός»(1975),»Δηλητήριο στη φλέβα»(1979) κάποια ενδεικτικά. Το 1980 με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα» – έτσι λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας του και της ζωής του. Σ’ αυτό το δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του τραγούδια αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι.

Ο δίσκος αυτός με την έκδοσή του στην Γαλλία (1985) παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross. Όμως στο μεταξύ ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα. Το 1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του (18 Ιανουαρίου), πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πριν εμφανιζόταν κανονικά σε κέντρο και δούλευε καινούργια τραγούδια.