«Φαντάζομαι , όλοι μπορούν να καταλάβουνε, πόσο βαρύ είναι για μένα το μέγεθος της απώλειας. Εγώ αυτή τη φορά θα είμαι ανυπάκουος στο Σταύρο, γιατί πάντα τον άκουγα. Ήταν ένας φίλος αγαπημένος αλλά και «αδελφός» και «πατέρας» και δάσκαλος. Αυτή τη φορά δεν θα τον ακούσω, γιατί μου ‘δωσε ένα «περίεργο» τραγούδι, δύσκολο, βαρύ, πικρό, αβάσταχτο. Δε θα το πω εγώ αυτό το τραγούδι του αποχαιρετισμού, όχι γιατί δεν θέλω να τον αποχαιρετήσω, όχι γιατί δεν μπορώ, δηλαδή το ‘χω βγάλει από μέσα μου, ποτέ δε θα του πω «Αντίο».Μη με ρωτάς γιατί. Και στο κάτω κάτω γιατί να τον αποχαιρετήσω. Μήπως έφυγε ποτέ απ’ τη ζωή μου; Έφυγε απ’ την ψυχή μου; Απ’ τη δουλειά μου; Aπ’ τη σκέψη μου;
Άρα λοιπόν, ελπίζω να είναι κατανοητό το μέγεθος αυτής της απώλειας, εγώ θέλω να στέκεται δίπλα μου, όπως έκανε πάντα, γιατί πάντα τον φώναζα, τον καλούσα νοερά, να μ’ αφήσει να «περιφέρομαι» μαζί με τα τραγούδια του, όπου βρίσκεται, μέχρι την τελική συνάντηση. Έτσι είναι τα πράγματα. Δεν είμαι στεναχωρημένος, πικραμένος λίγο.
Πηγαίνοντας λοιπόν προς τα πίσω, ξεχώρισα, αγαπώ και θαυμάζω εκατοντάδες ανθρώπους του τραγουδιού, εκατοντάδες, όχι έναν και δύο. Το Μάρκο Βαμβακάρη, το Βασίλη Τσιτσάνη, τον Μάνο Χατζιδάκι, το Μίκη Θεοδωράκη κι άλλους πολλούς. Τον Καλδάρα, το Λοΐζο, τον Άκη Πάνου, δεν έχει σημασία πως λειτούργησαν όλα αυτά. Δε μου επιτρέπεται να βάλω πρώτον στην καρδιά μου και στη σκέψη μου τον Κουγιουμτζή, ο οποίος μου έδωσε «όραμα» και «φωνή» , όταν ξεκινούσα και ήμουν 18 χρονών και έψαχνα να βρω τον κόσμο, βάζοντας τεράστια ερωτηματικά; Δεν ξέρω αν θα συνέχιζα. Όταν συνάντησα τον Κουγιουμτζή είπα ότι «αφού θα πω αυτά τα τραγούδια, εγώ θα μπω στη δουλειά.»
«Τα πρώτα χρόνια, ναι, είμαστε μαζί. Κι αυτό που θυμάμαι είναι που μου ‘κλεινε το μάτι και μου ‘λεγε «αυτό το τραγούδι θέλει τη μαχαιριά» μερικές φορές. Τι είναι αυτό; Όταν ήμουν μικρός, είχαμε ένα ωραίο ζειμπέκικο, νομίζω ήτανε το «Δώσε μου το χέρι σου». Εγώ λοιπόν επηρεασμένος απ’ τα λαικά τραγούδια και απ’ την Καίτη Γκρέυ που την άκουγα και τη θαύμαζα πολύ, στο τέλος των τραγουδιών μου ‘βγαινε ένας λυγμός, το ‘χει το λαϊκό τραγούδι, το ‘χει ο Καζαντζίδης με άλλον τρόπο, είμαι και Σμυρνιωτάκι εγώ από καταγωγή, έτσι θέλω να αισθάνομαι και το έκανα. Καθόταν λοιπόν να μου εξηγήσει τι ήταν αυτός ο λυγμός και πώς βγήκε και πώς χωράει μες στο τραγούδι. Αυτή είναι η ερμηνεία με τη «μαχαιριά» λοιπόν. Κάθε φορά που είχαμε ένα ζειμπέκικο, ένα λαικό τραγούδι , μετά το ’κανα στο «Άσε με στο μεθοκόπι» μου ‘λεγε «πες το, μην ξεχνάς τη «μαχαιριά»…» [6]